- δερματιον
- δερμάτιον(ᾰ) τό1) кусочек кожи Plat.2) кожица
(δ. λεπτόν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δ. λεπτόν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δερμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερμάτιον — το βλ. δερμάτι … Dictionary of Greek
δερματίοις — δερμάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματίου — δερμάτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματίων — δερμάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματίῳ — δερμάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερμάτια — δερμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερμάτι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 67 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται 30 χλμ. ΝΔ του Καρπενησίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποταμιάς. * * * το (AM δερμάτιον) νεοελλ. 1. δέρμα ζώου, το τομάρι («είχεν κι απάνω στ άρματα βαλμένο να δερμάτι»,… … Dictionary of Greek